στρωμάτσα

στρωμάτσα
η, Ν
ναυτ. παράβλημα σχηματιζόμενο από παλαιά σχοινιά ή πανιά που κρέμεται στα πλευρά τού πλοίου για να τό προφυλάσσει από τις κρούσεις και την τριβή με την προβλήτα ή άλλα αγκυροβολημένα πλοία, αλλ. μάλαγμα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • στρωμάτσο — το, Ν 1. στρώμα, στρωμνή 2. ναυτ. η στρωμάτσα, το μάλαγμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. stramazzo, κατ επίδραση τού στρώμα] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”